μογγολισμός

μογγολισμός
(Ιατρ.). Ονομάζεται επίσης μογγολοειδής ιδιωτία ή σύνδρομο Down. Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην παρουσία ενός επιπλέον χρωμοσώματος (τρισωμία 21: αντί 2, υπάρχουν 3 χρωμοσώματα 21) ή σε αλλοιώσεις πάντα του χρωμοσώματος 21. Είναι μάλλον συχνή νόσος (κατά μέσο όρο μία περίπτωση σε κάθε 650 γεννήσεις) και εμφανίζεται περισσότερο σε άρρενες και σ’ αυτούς που γεννήθηκαν από μητέρα ηλικίας μεγαλύτερης των 40 ετών (1 περίπτωση κάθε 40 γεννήσεις). Το σύνδρομο χαρακτηρίζεται από μεγάλη πνευματική καθυστέρηση και σωματικές αλλοιώσεις, από τις οποίες πιο χαρακτηριστικές είναι εκείνες του προσώπου, που θυμίζει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της μογγολικής φυλής· απ’ αυτό παίρνει και το όνομα. Το παρουσιαστικό των ατόμων που πάσχουν από μ. χαρακτηρίζεται από μικρό κρανίο, πεπλατυσμένο μπροστά και πίσω, μάτια αμυγδαλωτά, λοξή φορά των βλεφαρικών σχισμών με το έξω άκρο σε ψηλότερη θέση, στόμα μισάνοιχτο, με μεγάλη γλώσσα που συνήθως προέχει. Ο λαιμός είναι κοντός, η κοιλιά μεγάλη λόγω υποτονίας των κοιλιακών μυών, τα άκρα είναι κοντά, οι παλάμες κοντόχοντρες και οι φάλαγγες των δαχτύλων βραχείς, το δέρμα ξηρό. Η κινητικότητα υπολείπεται σαφώς. Συχνά συνυπάρχουν συγγενείς ανωμαλίες της διάπλασης, οι σημαντικότερες των οποίων συμβαίνουν στην καρδιά και στο αναπνευστικό σύστημα. Σταθερή η υψηλού βαθμού πνευματική καθυστέρηση, που αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την προσαρμογή αυτών των παιδιών στην κοινωνία, στο σχολείο και σε εργασία. Από την άλλη μεριά, πρόκειται για παιδιά που αγαπούν τη στοργή και έχουν αναπτυγμένο συναισθηματικό κόσμο.
* * *
ο
ιατρ. το σύνδρομο Ντάουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < mongolism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μογγολισμός — ο (λ. γαλλ.) (ιατρ.), διαταραχή του οργανισμού κατά την οποία το πάσχον άτομο έχει ένα επιπλέον χρωματόσωμα και χαρακτηριστική επιπεδωμένη εμφάνιση του προσώπου με σχισμοειδής οφθαλμούς, αλλ. σύνδρομο Nτάουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολιγοφρενία — (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας. Η μελέτη της ο. έφτασε… …   Dictionary of Greek

  • παιδισμός — Ανωμαλία στην εξέλιξη της ωρίμασης του σώματος, του φύλου ή του ψυχισμού ενός ατόμου. Αυτός που πάσχει από π. έχει μικρό ανάστημα, αλλά και στη γενική εμφάνιση το σώμα του μοιάζει με το παιδικό. Τα γεννητικά του όργανα έχουν στοιχειώδη μόνον… …   Dictionary of Greek

  • γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”